πικροποιός

πικροποιός
πικροποιός
causing bitterness
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πικροποιός — όν, ΜΑ αυτός που προκαλεί πίκρα, θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)* + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • πικροποιόν — πικροποιός causing bitterness masc/fem acc sg πικροποιός causing bitterness neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικροποιοῖς — πικροποιός causing bitterness masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικροποιοῦ — πικροποιός causing bitterness masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικροποιῷ — πικροποιός causing bitterness masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • πικρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λ. τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πικρός ή στο επίρρ. πικρά και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι πικρό στη γεύση (πρβλ. πικραμύγδαλο, πικρόγλυκος, πικρόμηλο), επώδυνο, οδυνηρό, δυσάρεστο (πρβλ. πικραγαπημένος, πικροβάσανα,… …   Dictionary of Greek

  • πικροποιούμενος — η, ον, Μ (για οίνο) αυτός που παίρνει πικρή γεύση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. ενεστ. τού αμάρτυρου *πικροποιῶ (< πικροποιός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”